μεταλγώ

μεταλγώ
μεταλγῶ, -έω (Α)
1. αισθάνομαι πόνο μετέπειτα
2. μτφ. μετανοώ («τί τῶνδ' ἐξ ἴσου ῥεπομένων μεταλγεῑς τὸ δίκαιον ἔρξαι;» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”